- νεοπαθής
- νεοπαθής, -ές (Α)αυτός που πρόσφατα υπέπεσε σε πένθος ή σε οδύνη («ἢ τεκοῡσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτ'», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -παθής (< θ. παθ-, πρβλ. ἔ-παθ-ον, αόρ. β' τού πάσχω), πρβλ. πολυ-παθής].
Dictionary of Greek. 2013.